γυψωτός

γυψωτός
η , ό[ν] гипсовый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γυψωτός" в других словарях:

  • γυψωτός — ή, ό (Α γυψωτός, ή, όν) [γυψώ] 1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο 2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο …   Dictionary of Greek

  • γυψωτός — ή, ό ο φτιαγμένος με γύψο ή αλειμμένος με γύψο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυψωτή — γυψωτός plastered fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»